Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τα πυκνά μαλλιά 2) (

  • 1 густой

    густой 1) πυκνός, δασύς \густой лес το πυκνό δάσος' \густойое население о πυκνός πληθυσμός \густойые волосы τα πυκνά μαλλιά 2) (о жидкости ) πηχτός
    * * *
    1) πυκνός, δασύς

    густо́й лес — το πυκνό δάσος

    густо́е населе́ние — ο πυκνός πληθυσμός

    густы́е во́лосы — τα πυκνά μαλλιά

    2) ( о жидкости) πηχτός

    Русско-греческий словарь > густой

  • 2 густой

    επ., βρ: густ, густа, густо; гуще.
    1. πυκνός•

    -ые волосы πυκνά μαλλιά•

    -ая листва πυκνό φύλλωμα•

    -ые облака πυκνά σύννεφα.

    2. πηχτός•

    густой сироп πηχτό σιρόπι.

    || (για χρώμα) βαθύς•

    густой цвет βαθύ χρώμα.

    3. (για φωνή, ήχο) χαμηλός, βαρύς, βαθύς.

    Большой русско-греческий словарь > густой

  • 3 густой

    густ||ой
    прил
    1. (частый, плотный) πυκνός:
    \густойые волосы τά πυκνά μαλλιά· \густойо́й лес τό πυκνό δάσος· \густойое население ὁ πυκνός πληθυσμός·
    2. (о жидкости, тумане и т. п.) πηχτός, πυκνός/ παχύς (о молоке):
    \густойой мрак τό πηχτό σκοτάδι· ◊ \густойой бас τό βαθύ μπάσο, ἡ βαθειά μπάσα φωνή· \густойой цвет τό βαθύ χρῶμα.

    Русско-новогреческий словарь > густой

  • 4 копна

    копна
    ж ἡ θημωνιά (снопов)/ ἡ στοίβα (сена)· ◊ \копна воло́с τά πυκνά μαλλιά.

    Русско-новогреческий словарь > копна

  • 5 шапка

    шап||ка
    ж τό καπέλλο:
    без \шапкаки ἀσκεπής· ◊ \шапка волос τά πυκνά μαλλιά· получить по \шапкаке τρώγω καρπαζιά· на воре \шапка горит ὀποιος ἐχει τή μύγα μυγιάζεται· \шапканевидимка (в сказке) τό θαυματουργό καπέλλο.

    Русско-новогреческий словарь > шапка

  • 6 пышный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно.
    1. αφράτος• απαλός•

    пышный снег αφράτο χιόνι•

    -ая булка αφράτη φραντζόλα•

    - ая женщина (μτφ.) αφράτη γυναίκα.

    || πυκνός, δασύς•

    -ые волосы πυκνά μαλλιά,

    2. πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος•

    пышный убор πολυτελές στόλισμα•

    пышный наряд πολυτελής ενδυμασία.

    3. μτφ. πομπώδης, στομφώδης•

    -ые фразы πομπώδεις φράσεις.

    4. φαρδύς και ελαφρός; διογκωμένος, φουσκωμένος, φουσκωτός•

    -ое платье φουσκωτό φόρεμα.

    Большой русско-греческий словарь > пышный

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατάκομος — κατάκομος, ον (AM) 1. αυτός που έχει μακριά και πυκνά μαλλιά («ὑπὸ κόρυθ ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει», Ευρ.) 2. (για δέντρα) πυκνόφυλλος, δασύφυλλος («κατάκομοι ὗλαι καὶ κατάσκιοι», Συνέσ.) μσν. πλούσιος, άφθονος («ἀνὴρ συνέσει πολλῇ τὸν λογισμὸν …   Dictionary of Greek

  • βαθυπλόκαμος — βαθυπλόκαμος, ον (Α) με πυκνά μαλλιά …   Dictionary of Greek

  • βαθυχαίτης — βαθυχαίτης, ο και βαθυχαιτήεις, ήεσσα, ῆεν (Α) αυτός που έχει μακριά, πυκνά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυχαίτης < βαθύς + χαίτη, ενώ ο τ. βαθυχαιτήεις < βαθύς + χαιτήεις < χαίτη) …   Dictionary of Greek

  • δασυχαίτης — δασυχαίτης, ο (AM) 1. (για άνθρωπο) αυτός που έχει πυκνά μαλλιά 2. (για ζώο) εκείνο που έχει πυκνό τρίχωμα («δασυχαίτης τράγος») …   Dictionary of Greek

  • ολόθριξ — ὁλόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει όλες τις τρίχες του, αυτός που έχει πυκνά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. πυκνό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»